ζητιάνικος

ζητιάνικος
η , ο нищенский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζητιάνικος" в других словарях:

  • ζητιάνικος — ζητιάνικος, η, ο και ζητιανίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζητιάνο, διακονιάρικος: Είχε στάση ζητιάνικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητιάνικος — και ζητιανίστικος, η, ο, [ζητιάνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζητιάνο, ο επαιτικός …   Dictionary of Greek

  • επαιτικός — ή, ό (Μ ἐπαιτικός, ή, όν) [επαίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαίτη ή στην επαιτεία ή που γίνεται για επαιτεία, ο διακονιάρικος, ο ζητιάνικος («επαιτική διαγωγή», «επαιτική μέθοδος», «επαιτικά τάγματα») …   Dictionary of Greek

  • ζητιανίστικος — η, ο [ζητιάνος] ο ζητιάνικος …   Dictionary of Greek

  • ζητιανίστικος — η, ο βλ. ζητιάνικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»